ῥηξικέλευθος

From LSJ
Revision as of 09:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηξικέλευθος Medium diacritics: ῥηξικέλευθος Low diacritics: ρηξικέλευθος Capitals: ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: rhēxikéleuthos Transliteration B: rhēxikeleuthos Transliteration C: riksikelefthos Beta Code: r(hcike/leuqos

English (LSJ)

ον,    A opening a path, of Apollo, AP9.525.18.

German (Pape)

[Seite 840] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηξῐκέλευθος: -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ouvre de force un chemin.
Étymologie: ῥήγνυμι, κέλευθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].

Greek Monotonic

ῥηξῐκέλευθος: -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥηξῐκέλευθος: ὁ пролагающий путь (среди врагов) (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

ῥηξῐ-κέλευθος, ον,
opening a path, of Apollo, Anth.