πορθμευτής

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμευτής Medium diacritics: πορθμευτής Low diacritics: πορθμευτής Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: porthmeutḗs Transliteration B: porthmeutēs Transliteration C: porthmeftis Beta Code: porqmeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).