διαπειλέω

From LSJ
Revision as of 00:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰπειλέω Medium diacritics: διαπειλέω Low diacritics: διαπειλέω Capitals: ΔΙΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: diapeiléō Transliteration B: diapeileō Transliteration C: diapeileo Beta Code: diapeile/w

English (LSJ)

A threaten violently, Hdt.7.15; δ. ὡς μηνύσει Id.2.121.γ: c.inf.fut., Plu.Oth.16:—Med., διαπειλεῖσθαί τινι Aeschin.1.43, Alex. 306, PPetr.2p.1: c. inf., forbid with threats, μηθένα φέρειν ὅπλον Plb. 1.78.15; ἄλλα τε δ. καὶ ὡς… Conon 50.3.

German (Pape)

[Seite 594] heftig drohen; Her. 7, 15; ὡς μηνύσει 2, 121, 3; ἀποσφάξειν Plut. Oth. 16. Häufiger im med.; τινί, Aesch. 1, 43; διηπειλεῖτό σοι Alexis B. A. 82; sequ. inf., Pol. 1, 78, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπειλέω: σφοδρῶς ἀπειλῶ, Ἡρόδ. 7. 15· δ. ὡς μηνύσει ὁ αὐτ. 2. 121, 3· μετὰ μέλλ. ἀπαρ., Πλούτ. Ὄθ. 16· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., διαπειλεῖσθαί τινι Αἰσχίν. 7. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 72· μετ᾿ ἀπαρ., Πολύβ. 1. 78, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
menacer fortement.
Étymologie: διά, ἀπειλέω.

Spanish (DGE)

proferir amenazas (ὄνειρον) διαπειλῆσαν οἴχεται (el fantasma onírico) tras proferir amenazas se ha ido Hdt.7.15, c. ὡς: διαπειλέειν αὐτὴν ὡς ... μηνύσει αὐτόν (dicen) que ella amenazó con denunciarle Hdt.2.121γ, c. inf. διηπείλουν ἀποσφάξειν Plu.Oth.16, cf. D.S.17.40, c. ac. int. πολλὰ διαπειλήσας profiriendo muchas amenazas Hld.1.30.1, θάνατον αὐτῷ τοῦ σατράπου διαπειλήσαντος habiéndole amenazado el sátrapa de muerte Hld.2.32.2, cf. en v. pas., Hld.5.25.2
en v. med. mismo sent. ἵνα ῥήτωρ ... μηδὲ διαπειλοῖτο Lys.12.72, cf. D.S.16.27, 20.33, I.AI 16.203
proferir amenazas contra c. dat. de pers. διηπειλεῖτό μοι Alex.302, διαπειλησαμένου ... Μισγόλα ... τοῖς ξένοις Aeschin.1.43, cf. PPetr.2.1.14 (III a.C.), αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ LXX Ez.3.17, cf. Plu.Agis 19
prohibir con amenazas c. or. de inf. μεθένα φέρειν ὅπλον Plb.1.78.15, cf. D.S.19.107.

Greek Monotonic

διαπειλέω: μέλ. -ήσω, απειλώ βιαίως, εκβιάζω, σε Ηρόδ. — ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-απειλέω (hevig) (be)dreigen; met dat.:; δ. τοῖς ἑταίροις zijn vrienden Plut. Alex. 76.8; met inf.:; δ. ἀποσφάξειν dreigen te doden Plut. Oth. 16.3; met ὡς-zin.: διαπειλέειν ὡς ἐλθοῦσα πρὸς τὸν βασιλέα μηνύσει αὐτὸν ἔχοντα τὰ χρήματα zij dreigde dat ze naar de koning zou gaan en zou vertellen dat hij het geld had Hdt. 2.121γ.2.

Russian (Dvoretsky)

διᾰπειλέω: чаще med. грозить, угрожать (ποιεῖν τι Polyb., τινι Aeschin., Plut. и τινι ποιεῖν τι Plut.): διαπειλήσα; οἴχεται Her. он удаляется, произнеся угрозы.

Middle Liddell

fut. ήσω
to threaten violently, Hdt.:—so in Mid., Aeschin.