ἀμπελικός

From LSJ
Revision as of 10:46, 29 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελικός Medium diacritics: ἀμπελικός Low diacritics: αμπελικός Capitals: ΑΜΠΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: ampelikós Transliteration B: ampelikos Transliteration C: ampelikos Beta Code: a)mpeliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of the vine, v.l. in Hp.Acut. (Sp.)5, cf. M.Ant.8.46; χωρίον IG7.2808 (Hyettus); ἀμπελικά, τά, tax on vineyards, PPetr.3p.243, cf. Vett. Val.76.10; also ἀμπελική, ἡ, PPetr.3p.289. Adv. ἀμπελικῶς Arr.Epict.2.20.18.

German (Pape)

[Seite 128] vom Weinstock, Hippocr. – Adv., nach Art des Weinstocks, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελικός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀμπέλου, ὁ εἰς ἄμπελον ἀνήκων, Ἱππ. 405. 34: - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de la vid ἔργα PLond.163.19 (I a.C.), καρποί PLond.163.16 (I a.C.).
2 propio de la viña οὐδὲ (sc. συμβαίνειν τι δύναται) ἀμπέλῳ ὃ οὐκ ἔστιν ἀμπελικόν M.Ant.8.46, cf. Vett.Val.76.10
de viña o viñedo χωρίον IG 7.2808a.24 (Hieto, Beocia III a.C.), SB 5810.11 (IV a.C.), 4481.7 (V a.C.), 9777.13 (VI a.C.), κτήματα BGU 1122.38 (I a.C.) en BL 2(2).24, κτῆμα BGU 2127.2 (II a.C.), PSI 1119.8 (II a.C.), POxy.56.10 (III a.C.), 2723.8 (III a.C.).
3 subst. ἀμπελικόν viña, SB 10990.11 (V/VI d.C.).
II adv. -ῶς como vid πῶς γὰρ δύναται ἄμπελος μὴ ἀμπελικῶς κινεῖσθαι; ¿cómo puede una cepa no comportarse como vid? Arr.Epict.2.20.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελικός, -ή, -ὸν) ἄμπελος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αμπέλι.