λιμνομάχης
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A candidate for the prize at the Lenaea, v. λίμνη 11.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 48] bei den Spielen in den λίμναι (s. nom. pr.) Kämpfender, Hesych.
Greek Monolingual
λιμνομάχης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχης, μονο-μάχης].