τελωνέω
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
pf. A τετελώνηκα Phld. Rh.1.344 S.:—to be a τελώνης, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Plu.2.236b, Luc.Pseudol.30; in bad sense, κλέπτει, τελωνεῖ Apollod.Com.13.13, cf. Phld. l.c. II c. acc., τελωνέω τινὰ πικρῶς take heavy toll of one, Str.9.3.4:—Med., ἐτελωνήσατο ἐξάγων δούλην has paid toll, BGU 913.11 (iii A.D.), cf. 882.2 (iii A.D.); freq. in pf., τετελώνηται διὰ πύλης ἐξάγων PAmh.2.116, 117 (ii A.D.), PLips.81,82 (iii/iv A.D.), etc.:—Pass., τελωνουμένους σκληρῶς OGI55.17 (Telmessus, iii B.C.); to be demanded as toll or be paid as toll, LXX 1 Ma.13.39; καθότι ἂν οἱ Μιλήσιοι τελωνῶνται are subject to tax, Milet.3.149.25 (ii B.C.); τὰ μὴ τετελωνημένα articles on which customs-duty has not been paid, PTeb. 5.26 (ii B.C.): metaph., dub. in Erot.Prooem.
German (Pape)
[Seite 1089] ein τελώνης sein, die Zölle pachten und einnehmen, Luc. Pseudol. 30 u. A.; übrtr., τοὺς λόγους, von der Gelehrsamkeit Zoll nehmen, d. h. für Geld lehren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελωνέω: εἶμαι τελώνης, εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. τελώνης (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, μεγάλως φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. καπηλεύω. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς φόρος, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être fermier public, percepteur d’impôts.
Étymologie: τελώνης.
Greek Monotonic
τελωνέω: μέλ. τελωνήσω, είμαι τελώνης, εισπράττω φόρους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τελωνέω: τέλος I, 12] взять на откуп налоги, быть откупщиком Plut., Luc.