περίγρα
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A pair of compasses, Eust.1960.18, Suid.
German (Pape)
[Seite 572] ἡ, der Zirkel, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
περίγρα: ἡ, διαβήτης, «περγέλι», Εὐστ. 1960. 18, Σουΐδ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιγράφω
τεχνολ. ο μεγάλος ξύλινος διαβήτης τών οικοδόμων και τοπογράφων που χρησιμοποιείται για τη χάραξη κύκλων μεγάλης ακτίνας πάνω στο έδαφος ή σε δάπεδο, το περ(ι)γέλι
μσν.
(κατά το λεξ. Σούδα) «περίγρα, ὁ διαβήτης
δι' ἧς οἱ τροχοὶ περιφερεῑς ἀποτελοῡνται» (Ευστ.).