χλαμύδα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

η / χλαμύς, -ύδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλαμύς Ν
(στην αρχαιότητα) βραχύς τριγωνοειδής μανδύας τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο άκρα ενώνονταν μπροστά στον λαιμό με πόρπηχλαμύδα ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
ζωολ. (στον λόγιο τ.) γένος δίθυρων μαλακίων
αρχ.
1. (ειδικά) α) ο μανδύας του κήρυκα
β) ο μανδύας του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν χλαμύδα, ὁπότε μέλλοι στρατηγεῑν», Πλούτ.)
γ) ο βασιλικός μανδύας («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κόκκινην», ΚΔ)
2. (σπάν.) ένδυμα κατοίκων τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].