επιούσιος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιούσιος, -ον)
1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ)
κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν»
2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. άρτος) ο επιούσιος
το καθημερινό ψωμί, το αναγκαίο για την κάθε μέρα, το καρβέλι, η καθημερινή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. επιούσιος συνοδεύει το ουσ. άρτος στην ΚΔ και στη Βουλγάτα (Vulgata), όπου η λ. μεταφράζεται ως quotidianus «καθημερινός». Η υποτεθείσα προέλευση της λ. από τη φράση η επιούσα ημέρα «η επόμενη μέρα» είναι μάλλον απίθανη, ενώ φαίνεται πιο πιθανή η ερμηνεία του σχηματισμού της λ. ως «συνθέτου εκ συναρπαγής» από τη φράση επί την ούσαν (ημέραν) «για τη σημερινή μέρα»].