έρεβος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

το (Α ἔρεβος)
βαθύτατο σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός
αρχ.
1. ο σκοτεινός τόπος που υπάρχει κάτω από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη
2. το απόλυτο σκοτάδι στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», Σοφ.)
3. γρίφος, μυστήριοφέγγος μέν ξυνετοῑς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», Ανθ. Παλ.)
4. Ἔρεβος, ως προσωποποίηση («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έρεβος ανάγεται σε ΙΕ τ. regw- «σκοτάδι» και εμφανίζει προθηματικό ε- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. rajas- «ατμός, σκότος», αρμ. erek- «βράδυ», γοτθ. riqiz. Από τη λ. έρεβος προήλθε το επίθ. ερεμνός (< ερεβ-νός), ο αιολ. τ. ερεβεννός (< ερεβεσ-νός), ενώ ο τ. ερεβώδης είναι μεταγενέστερος].