στράπτω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
rarer and later for ἀστράπτω, A lighten, flash, S.OC1515, A.R.1.544; metaph., νοεραῖς σ. τομαῖς Dam.Pr.122. 2 c. acc. cogn., αἴγλην Orph.H.19.2; μαρμαρυγήν Opp.C.3.349.
German (Pape)
[Seite 950] = ἀστράπτω, blitzen, Soph. O. C. 1511 u. einzeln bei, sp. D., wie Ap. Rh. 1, 544.
Greek (Liddell-Scott)
στράπτω: μέλλ. -ψω, σπανιώτερον καὶ νεώτερον τοῦ ἀστράπτω, Σοφ. Ο. Κ. 1515, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 544· μεταφορ., νόῳ Ἀνθ. Π. 8. 23· σοφίῃ αὐτόθι 125. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλην Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· μαρμαρυγὴν Ὀππ. Κυν. 3. 349.
French (Bailly abrégé)
éclairer, lancer des éclairs.
Étymologie: cf. ἀστράπτω.
Greek Monolingual
Α
ἀστράπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀστράπτω, χωρίς προθεματικό ἀ- (πρβλ. ἀστεροπή: στεροπή)].
Greek Monotonic
στράπτω: μέλ. -ψω, = ἀστράπτω, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
στράπτω: (= ἀστράπτω
2) блистать, сверкать Soph., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στράπτω [~ ἀστήρ] bliksemen, flitsen.