φιλόδωρος

From LSJ
Revision as of 14:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδωρος Medium diacritics: φιλόδωρος Low diacritics: φιλόδωρος Capitals: ΦΙΛΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: philódōros Transliteration B: philodōros Transliteration C: filodoros Beta Code: filo/dwros

English (LSJ)

ον, A bountiful, Cratin.328, X.Mem.3.1.6, Plu.Alex.48, etc.; of God, Ph.1.50, al.; τὸ φ., = φιλοδωρία, Plu.Ant.43. Adv. -ρως Pl.Tht. 146d. 2 c. gen., giving bountifully of, εὐμενείας Id.Smp.197d. II fond of receiving gifts or bribes, πόλις App.Sam.11. III of actions, etc., munificent, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. D.18.112.

German (Pape)

[Seite 1279] gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηθεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδωρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ δίδῃ δῶρα, γενναιόδωρος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φ. = φιλοδωρία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 43. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλατ. ἐν Θεαιτ. 146D. 2) μετὰ γεν., ὁ δίδων ἀφθόνως ἔκ τινος, εὐμενείας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· φιλοδωρότατος τῶν ἐγκωμίων Συνέσ. 239Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἄφθονος, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. Δημ. 264. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à donner, généreux, libéral ; τὸ φιλόδωρον la générosité, la munificence.
Étymologie: φίλος, δῶρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονίαφιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.)
3. αυτός που του αρέσει να παίρνει δώρα
4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾱγμα... φιλόδωρον», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδωρον
η φιλοδωρία.
επίρρ...
φιλοδώρως Α
με φιλόδωρο τρόπο, με γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό-δωρος].

Greek Monotonic

φῐλόδωρος: -ον (δῶρον),
I. αυτός που αγαπά να δίνει, γενναιόδωρος, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, άφθονος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόδωρος:
1) любящий дарить, щедрый Xen.: φ. τινος Plat. щедрый на что-л. или в чем-л.;
2) щедрый, обильный (πρᾶγμα Dem.).

Middle Liddell

φῐλό-δωρος, ον, δῶρον
I. fond of giving, bountiful, Xen.
II. of things, munificent, Dem.

English (Woodhouse)

generous, munificent, generous in giving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)