κλυτότοξος

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτότοξος Medium diacritics: κλυτότοξος Low diacritics: κλυτότοξος Capitals: ΚΛΥΤΟΤΟΞΟΣ
Transliteration A: klytótoxos Transliteration B: klytotoxos Transliteration C: klytotoksos Beta Code: kluto/tocos

English (LSJ)

ον, A famous for the bow, renowned archer, epith. of Apollo, Il.4.101, 15.55, Od.21.267, B.1.37.

German (Pape)

[Seite 1458] durch den Bogen berühmt, mit berühmtem Bogen, bogenberühmt, Apollo, Il. 4, 101 Od. 21, 267, ofter.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτότοξος: -ον, περίφημος διὰ τὸ τόξον αὐτοῦ, ἔνδοξος τοξότης, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Δ. 101., Ο. 55, Ὀδ. Φ. 267, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’arc renommé, célèbre par son habileté à tirer de l’arc.
Étymologie: κλυτός, τόξον.

English (Autenrieth)

with glorious bow, illustrious archer, epith. of Apollo.

Greek Monolingual

κλυτότοξος, -ον (Α)
ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό-τοξος, χρυσό-τοξος].

Greek Monotonic

κλῠτότοξος: -ον (τόξον), περίφημος για το τόξο, διακεκριμένος τοξευτής, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτότοξος: славный своим луком (Ἀπόλλων Hom.).

Middle Liddell

κλῠτό-τοξος, ον τόξον
famous for the bow, renowned archer, Hom.