Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γουργουρίζω

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα του νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].