ζυγοειδής
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ές, A like a yoke, ὀστᾶ Gal.14.721.
German (Pape)
[Seite 1141] ές, jochähnlich, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζυγόν, τὸ ζ. = ζύγωμα ΙΙΙ, Γαλην. 4, 13.
Greek Monolingual
ζυγοειδής, -ές (Α)
όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο-ειδής, ωο-ειδής].