θεμιτουργός
From LSJ
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek (Liddell-Scott)
θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.
Greek Monolingual
θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ-ουργός, υπ-ουργός].