κάνιστρο
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Greek Monolingual
και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)
ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι
αρχ.
πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές του οργάνου, όπως -ασ-τρον, (πιθ. κατά το ζύγ-ασ-τρον, -αυσ-τρον (πιθ. κατά το θέρμαυστρον -ισ-τρον (πρβλ. θέριστρον) και -υσ-τρον (πρβλ. έλκυστρον). Οι καταλ. αυτές απαντούν συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. σκέπ-ασ-τρον, κόμ-ισ-τρον)].