καλλιπέδιλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A with beautiful sandals, h.Merc.57.
German (Pape)
[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.
Greek Monolingual
καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος].
Greek Monotonic
καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).