καπιταλισμός

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

ο
1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη του υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή του κέρδους ως κινήτρου της οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή της ιδιοκτησίας και τον νόμο του ανταγωνισμού
2. (κατά τη μαρξιστική θεωρία) το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που έχει ως βάση την ατομική ιδιοκτησία στα κύρια μέσα παραγωγής και την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και στο οποίο την πολιτική εξουσία κατέχει η αστική τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme < capital (< ιταλ. capitale, βλ. καπιτάλι)].