κατουρώ

From LSJ
Revision as of 13:23, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)
1. αποβάλλω ούρα, ουρώκυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)
2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τον λογαριάζω («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)
2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαι
α) ουρώ ακουσίως πάνω μου
β) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσω
γ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)
3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος
4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / - «κατουρώ»].
(II)
κατουρῶ, -όω (Α)
πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ουρόω / - (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απ-ουρώ, επ-ουρώ].