κρανιολογία
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
Greek Monolingual
η
τομέας της ανθρωπολογίας που έχει ως αντικείμενο τη σύγκριση τών μορφών του κρανίου διαφόρων ανθρώπινων φυλών, σύγχρονων ή απολιθωμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Κυριάκο Μελίρρυτο].