κύμινο

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

το (AM κύμινον)
1. ετήσιο ποώδες φυτό της τάξης τών σκιαδανθών
2. ονομασία τών αποξηραμένων καρπών του φυτού αυτού που χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα
νεοελλ.
φρ. «όσο να πεις κύμινο» ή «μέχρι να πεις κύμινο» — αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα
αρχ.
παροιμ. «κύμινον ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. ακκαδ. kamũnu(m), φοινικ. kmn κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κυμινάς, κυμινάτον, κυμινεύω, κυμινώδης
μσν.
κυμίνινος.
ΣΥΝΘ. κυμινοδόκη, κυμινοδόκον, κυμινοδόχη, κυμινοθήκη, κυμινοκίμβιξ, κυμινοπρίστης, κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, κυμινοπώλης, κυμινότριδος
μσν.
κυμινόθερμον].