μεγαλοκευθής

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές, A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής
   1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

Greek Monolingual

μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).

Middle Liddell

μεγᾰλοκευθής, ές
concealing much: capacious, Pind.