ψίω

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίω Medium diacritics: ψίω Low diacritics: ψίω Capitals: ΨΙΩ
Transliteration A: psíō Transliteration B: psiō Transliteration C: psio Beta Code: yi/w

English (LSJ)

A v. ψίζω.

German (Pape)

[Seite 1401] seltnere Nebenform von ψάω, ψέω, ψήχω, zerreiben; bes. zermalmen, dah. auch zerkauen, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc. 639; ἐψισμένος Antp. Th. 53 (IX, 302); ἐψίσθη erkl. Hesych. ἀπέθανεν. – Aber λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι Euphor. Ir. 51 ist = tränken, wie Orion ψίω durch ποτίζω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ψίω: ἴδε ἐν λ. ψίζω.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: cf. ψάω.

Greek Monolingual

και ψίζω ΜΑ
τρέφω, ταΐζω («ψίσαι
ψωμίσαι», Φώτ.)
αρχ.
1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.)
2. λεπτύνω
3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω
ποτίζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό - (πρβλ. πρίω, χνίω, χρίω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ρ. ψήω / ψῆν (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. βλ. λ. ψήω)].

Russian (Dvoretsky)

ψίω: (ῑ) крошить, med. жевать, разжевывать: ἐξ μελισσῶν ἐψισμένος Anth. накормленный (по по друг. - искусанный) пчелами.

Frisk Etymology German

ψίω: {psíō}
Forms: Aor. ψῖσαι, Fut. ψίσομαι, ἐπιψιεῖ, Pf. Pass. ἔψισμαι
Meaning: mit Bröckchen, Milch, füttern, päppeln, ψωμίζω, ποτίζω, auch (Fut. Med.) zerkauen (Lyk., Euph., AP, Phot., Eust. u.a.),
Composita : auch m. κατα-, ἀπο-, ἐπι- (EM, H.), ἐ<μ>ψίουσα = τροφὰς διδοῦσα χόνδρου (A. Fr. 51 = 427 M.), = ἐρέγματαδιδοῦσαH.
Derivative: Daneben ψίξ, Gen. ψιχός, Nom. pl. ψῖχες (-αι H.) m. f. Bröckchen (Plu., Aret., Alex. Aphr.), Ψιχάρπαξ Brosamenräuber (Batr.), mit -ία n. pl. Brosamen (NT), -ίδια (H., EM), -ιώδεις ψωμοί (Eust.).
Etymology : Bildung wie πρίω, χρίω, χνίω u.a.; ψιχ- wie ψήχ-ω, ψώχ-ω. Zu ψῆν (s.d.).
Page 2,1139