ψαθί

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. α) κοινή ονομασία του φυτού τύφη, αλλ. ψάθα ή ψαθάκι
β) κοινή ονομασία του φυτού βούτομος
2. καπέλο, συνήθως ανδρικό, από ψάθα
3. μικρή ψίαθος, στέλεχος διαφόρων αγρωστωδών φυτών μικρού μεγέθους, ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιάθιον, υποκορ. του ψίαθος, με αποβολή του -ι- (πρβλ. σιαγόνιον: σαγόνι, σίαλον: σάλιο)].