ἰσχαδοφάγος
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A eating figs, Hsch.s.v. κραδοφάγος.
German (Pape)
[Seite 1272] Feigen essend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχαδοφάγος: -ον, τρώγων ξηρὰ σῦκα, Ἡσυχ. ἐν λ. κραδοφάγος.
Greek Monolingual
ἰσχαδοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος φυτο-φάγος.