ἱππαστί

From LSJ
Revision as of 12:14, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστί Medium diacritics: ἱππαστί Low diacritics: ιππαστί Capitals: ΙΠΠΑΣΤΙ
Transliteration A: hippastí Transliteration B: hippasti Transliteration C: ippasti Beta Code: i(ppasti/

English (LSJ)

Adv. A like a horseman, καθίζειν Hsch.

German (Pape)

[Seite 1258] rittlings, mit gespreizten Schenkeln, καθίζειν Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστί: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον ἱππέως, «ἱππαστὶ καθίζειν· ὅταν οἱ παῖδες ἐπὶ τῶν ὤμων περιβάδην καθέζωνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἱππαστί)
επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ- του ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. -τί. (πρβλ. α-γελασ-τί < θ. γελάσ- του γελώ, α-δαμασ-τί < θ. δαμασ- του δάμνῃμι «δαμάζω»)].