ευχάριστος
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)
(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)
1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός
2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη
(«οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)
μσν.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστον
η αγαθή διάθεση, η καλή διάθεση
αρχ.
1. αγαθοεργός, ευεργετικός
2. τίτλος τών Πτολεμαίων
3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα
β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση της ψυχής, η ευεργετική διάθεση
4. ευγνώμων.
επίρρ...
ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)
νεοελλ.
με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
με ευγνωμοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο ευχάριστο
2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. α-χάριστος, δυσ-χάριστος].