κοντάρι

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν)
επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. καμάκι αλιευτικό
2. κάθε επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία προσδένεται κάτι («το κοντάρι της σημαίας»)
3. μακριά ράβδος για τοπογραφικές μετρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον, οψ-άριον)].