λίστρο

From LSJ
Revision as of 14:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

το (Α λίστρον)
νεοελλ.
κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών
αρχ.
σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. -τρον (πρβλ. άρο-τρον, ζεύσ-τρον), πιθ. < λίτ-τρον (πρβλ. λίς, λιτός ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu, list και λιθουαν. lydyti «σκαλίζω τη γη» (πρβλ. λίσγος < λίδ-σκος). Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση με λατ. lῑra «αυλάκι»].