Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόχωρος

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόχωρος Medium diacritics: μεσόχωρος Low diacritics: μεσόχωρος Capitals: ΜΕΣΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: mesóchōros Transliteration B: mesochōros Transliteration C: mesochoros Beta Code: meso/xwros

English (LSJ)

ον, A midland, Gloss.; τὸ μ. the middle space, Apollod.Poliorc. 192.6.

German (Pape)

[Seite 141] mitten im Lande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόχωρος: -ον, μεσόγειος, ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ μέσον διάστημα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.

Greek Monolingual

μεσόχωρος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον
το μέσο διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιό-χωρος, πληθό-χωρος].