μελίγλωσσος

From LSJ
Revision as of 15:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐγλωσσος Medium diacritics: μελίγλωσσος Low diacritics: μελίγλωσσος Capitals: ΜΕΛΙΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: melíglōssos Transliteration B: meliglōssos Transliteration C: meliglossos Beta Code: meli/glwssos

English (LSJ)

ον, A honey-tongued, πειθοῦς ἐπαοιδαί A. Pr.173 (anap.); ἀοιδαί B. Fr.3.2; ἀηδών, of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. Av.908 (lyr.); Πιερίδες Epigr.Gr. 228a2 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 122] honigzungig, süß, angenehm redend; πειθώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.

Greek (Liddell-Scott)

μελίγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· Πιερίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la langue de miel, à la douce parole.
Étymologie: μέλι, γλῶσσα.

Greek Monolingual

μελίγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος)].

Greek Monotonic

μελίγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που έχει γλυκιά γλώσσα, φωνή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελίγλωσσος: сладкоречивый (πειθώ Aesch.; ἔπη Arph.).

Middle Liddell

μελί-γλωσσος, ον γλῶσσα
honey-tongued, Aesch., Ar.