Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, μισθο-φόρος.