Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατσαρός

From LSJ
Revision as of 13:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κατσαρός, -ή, -όν)
(για τρίχες και νήματα) σγουρός («κατσαρά μαλλιά»)
νεοελλ.
1. κατσαρομάλλης
2. (για λαχανικά) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα
3. φρ. «τρίχες κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < κατσί «γατί» + κατάλ. -αρός, πρβλ. νε-αρός, σθεν-αρός. Κατ' άλλη άποψη < ακανθηρός].