prey
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English > Greek (Woodhouse)
substantive
booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ, (Plato but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
a prey for (generally of persons): V. σκῦλον, τό (dat.), ἕλωρ, τό (dat.), ἁρπαγή, ἡ (gen. or dat.), ἕλκημα, τό (gen.), διαφθορά, ἡ (dat.).
victim to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), V. θοίνη, ἡ (dat.), θοινατήριον, τό (dat.); see under food.
be a prey to, be haunted by, met.: P. and V. συνεῖναι (dat.). συνέχεσθαι (dat.), ἐνέχεσθαι (dat.).
be troubled by: P. and V. νοσεῖν (dat.).
a prey to: use adj., P. and V. σύνοικος (dat.) (Plato).
they were ruined by falling a prey to personal quarrels: P. ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν (Thuc. 2, 65).
they thought that the Athenians being engaged in double war both against them and the Sicilian Greeks would fall an easier prey: P. τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας πρός τε σφᾶς καὶ Σικελιώτας εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι (Thuc. 7, 18).