faint
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English > Greek (Woodhouse)
adjective
indistinct: P. ἀμυδρός, V. ἀμαυρός; see dim.
weak physically: P. and V. ἀσθενής, P. ἀπειρηκώς, ἄρρωστος, V. ἄναλκις, ἄναρθρος.
Met., slight: P. and V. λεπτός, ὀλίγος, βραχύς, μικρός, σμικρός.
substantive
See swoon.
verb intransitive
flag: P. and V. ἀπειπεῖν, παρίεσθαι, κάμνειν (rare P.), προκάμνειν (rare P.), P. παραλύεσθαι, ἐκλύεσθαι, ἀποκάμνειν, ἀπαγορεύειν.
swoon: P. λιποψυχεῖν, V. προλείπω, προλείπειν, ἀποπλήσσεσθαι, P. and V. ἐκθνήσκειν (Plato), Ar. ὡρακιᾶν.
I swoon and my limbs faint: V. προλείπω λύεται δέ μου μέλη (Eur., Hecuba 438).
lose heart: P. and V. ἀθυμεῖν; see despond.