εὔμολπος

From LSJ
Revision as of 09:29, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμολπος Medium diacritics: εὔμολπος Low diacritics: εύμολπος Capitals: ΕΥΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: eúmolpos Transliteration B: eumolpos Transliteration C: eymolpos Beta Code: eu)/molpos

English (LSJ)

ον, A sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.

Greek Monolingual

εὔμολπος, -ον (Α)
1. αυτός που τραγουδάει γλυκά και μελωδικά
2. αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο γεμάτος αρμονία
3. και ως κύριο όνομα Εὔμολπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μολπή (< μέλπω)].

Greek Monotonic

εὔμολπος: -ον, (μολπή), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμολπος: хорошо поющий Anth.

Middle Liddell

εὔ-μολπος, ον μολπή
sweetly singing, Anth.