ὑποτρίβω

From LSJ
Revision as of 12:45, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῑ</b>" to "[ῑ")

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρίβω Medium diacritics: ὑποτρίβω Low diacritics: υποτρίβω Capitals: ΥΠΟΤΡΙΒΩ
Transliteration A: hypotríbō Transliteration B: hypotribō Transliteration C: ypotrivo Beta Code: u(potri/bw

English (LSJ)

[ῑ], A rub a little or gently, Hp.Genit.1. 2 rub down for mixing in a dish, σήσαμ' ὑ. εἰς ταύτην (sc. ἅλμην) Damox.2.38, cf. Cratin.27; v. ὑπότριμμα. II rub off beneath or gradually:— Pass., ὑποτρίβεσθαι τὰς ὁπλάς, of horses, wear their hoofs off, D.S. 17.94: so intr. in Act., ὑποτρίβουσι τοῖς ποσί Hippiatr.53: cf. foreg. III in Pass., to be aggravated or become chronic, of diseases, Aët.9.35.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, τρίβω ὀλίγον ἢ ἠρέμα, Ἱππ. 231. 46. 2) τρίβω τι πρὸς ἀνάμιξιν, καὶ σήσαμ’ ὑποτρίβοντες εἰς ταύτην (δηλ. τὴν ἅλμην) Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 38, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Δηλιάσι» 7· καὶ ἴδε ὑπότριμμα. ΙΙ. τῶν ἵππων τὰς ὁπλὰς ὑποτετρῖφθαι συνέβαινε, συνέβαινε νὰ φθείρωνται ἐκ τῆς πολλῆς τριβῆς αἱ ὁπλαὶ τῶν ἵππων, Διόδ. 17. 94· πρβλ. τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

frotter en dessous, user en dessous par le frottement ; abs. user le sabot en parl. d’un cheval.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.

Greek Monolingual

ΜΑ τρίβω
1. τρίβω ελαφρά
2. τρίβω και ανακατεύω με άλλο υλικό
3. (το παθ.) ὑποτρίβομαι
(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το τρίψιμο.

Greek Monotonic

ὑποτρίβω: [ῑ], μέλ. -ψω, σκουπίζω, τρίβω τα υπολείμματα φαγητού ενός πιάτου, σε Κρατίν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρίβω: (ῑ) стирать снизу: τὰς ὁπλὰς ὑποτρίβεσθαι Diod. (о лошади) стирать себе копыта.

Middle Liddell

fut. ψω
to rub down the ingredients of a dish, Cratin.