φεγγάρι
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
το / φεγγάριον, ΝΜ
η σελήνη («είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. το φως της σελήνης, σεληνόφως
2. σεληνιακή περίοδος, σεληνιακός μήνας («η φιλία τους κράτησε όλο και όλο ένα φεγγάρι»)
3. φρ. α) «γεμάτο [ή ολόγιομο] φεγγάρι» — πανσέληνος
β) «στην χάση του φεγγαριού» — κατά το τελευταίο τέταρτο της σελήνης
γ) «έχω φεγγάρια να σέ δώ» — έχω πολύ καιρό να σέ δώ
δ) «έχει τα φεγγάρια του» — έχει τις λόξες του, είναι στις κακές του
4. παροιμ. φρ. «ορθό φεγγάρι, δίπλα γεμιτζής
δίπλα το φεγγάρι, ορθός ο γεμιτζής» — δηλώνει ότι, όταν η σελήνη φαίνεται όρθια στον ουρανό, επικρατεί γαλήνη και ο ναυτικός μπορεί να κοιμάται ήσυχος, αντίθετα, όταν φαίνεται πλάγια, επίκειται ή επικρατεί τρικυμία και ο ναυτικός πρέπει να αγρυπνεί όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. θηκ-άρι(ον). Η λ. φεγγάρι έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή γλώσσα τών Νεοελλήνων τη λ. σελήνη, πιθ. με σκοπό να τονιστεί ακόμη περισσότερο η έννοια της λάμψης που εκπέμπει το ουράνιο αυτό σώμα (βλ. λ. σελήνη, φέγγος)].