σειρηφόρος

From LSJ
Revision as of 19:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρηφόρος Medium diacritics: σειρηφόρος Low diacritics: σειρηφόρος Capitals: ΣΕΙΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: seirēphóros Transliteration B: seirēphoros Transliteration C: seiriforos Beta Code: seirhfo/ros

English (LSJ)

ον, Ion. for σειραφόρος.

German (Pape)

[Seite 868] ion. = σειραφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σειραφόρος.

Greek Monotonic

σειρηφόρος: -ον , Ιων. αντί σειραφόρος.

Russian (Dvoretsky)

σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.