σειρηφόρος
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ον, Ion. for σειραφόρος.
German (Pape)
[Seite 868] ion. = σειραφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειρηφόρος: -ον , Ιων. αντί σειραφόρος.
Russian (Dvoretsky)
σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.