ἐκδιδράσκω

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδιδράσκω Medium diacritics: ἐκδιδράσκω Low diacritics: εκδιδράσκω Capitals: ΕΚΔΙΔΡΑΣΚΩ
Transliteration A: ekdidráskō Transliteration B: ekdidraskō Transliteration C: ekdidrasko Beta Code: e)kdidra/skw

English (LSJ)

Ion. ἐκδιδρήσκω, fut. -δράσομαι [ᾱ]: aor. A ἐξέδραν E. Heracl.14 (nowhere else in Trag.), D.C.37.47; part. ἐκδράς Hdt. 4.148, Ar.Ec.55:—run away, escape, ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, cf. 9.88, etc.; διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126: abs., Id.Ec.55, Th.1.126.

German (Pape)

[Seite 757] (s. διδράσκω), heraus-, entlaufen, entfliehen, ἔκ τινος, Her. 3, 4 u. öfter; absolut, Thuc. 1, 126; Ar. Eccl. 55 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιδράσκω: Ἰων. -διδρήσκω: μέλλ. -δράσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξέδραν Εὐρ. Ἡρακλ. 18 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ Τραγ.), μετοχ. ἐκδρὰς Ἡρόδ. 4. 148, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 55. Ἀποδιδράσκω, φεύγω ἔκ τινος μέρους, ἐκδιδρήσκει πλοίῳ ἐξ Αἰγύπτου Ἡρόδ. 3. 4., 9. 88, Θουκ. κλ.: ἀπολ., Ἀριστοφ. Σφ. 126, Ἐκκλ. 55, Θουκ. 1. 126.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir, s’échapper.
Étymologie: ἐκ, διδράσκω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -δρήσκω Hdt.3.4, 6.24
• Morfología: [aor. ind. ἐξέδραν E.Heracl.14, inf. ἐκδρᾶναι D.C.37.47.2]
huir, escapar ἐξ Αἰγύπτου Hdt.3.4, ἐκ τῆς Ἴνυκος ... ἐς Ἱμέρην Hdt.6.24, ἐκ τῆς ἐρκτῆς Hdt.4.148, cf. 9.88, διὰ τῶν ὑδρορροῶν Ar.V.126, ὑπὲρ τὸν Φᾶσιν D.C.36.50.3, ἐς Δελφούς Paus.1.20.7, εἰς τὴν οἰκίαν Ach.Tat.8.14.4, abs., Ar.Ec.55, Th.1.126, 6.7, E.l.c., D.C.41.61.2, ἀνδράποδον ἐκδεδρακός esclavo fugitivo, FD 1.486.2A.23 (III a.C.).

Greek Monolingual

ἐκδιδράσκω (Α)
αποδιδράσκω.

Greek Monotonic

ἐκδιδράσκω: Ιων. -διδρήσκω, μέλ. -δράσομαι [ᾱ], αόρ. βʹ ἐξ-έδραν, μτχ. ἐκδράς· φεύγω από κάποιο μέρος, τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, το βάζω στα πόδια, το σκάω, αποδρώ, ἐκ τόπου, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδιδράσκω: ион. ἐκδιδρήσκω (fut. ἐκδιδράσομαι с ᾱ, aor. ἐξέδραν) убегать Eur., Thuc., Arph.: ἐκδράντες ἐκ τῆς ἑρκτῆς Her. бежав(шие) из тюрьмы.

Middle Liddell

ionic -διδρήσκω fut. -δράσομαι aor2 ἐξ-έδραν part. ἐκδράς
to run out from, run away, escape, ἐκ τόπου Hdt.; absol., Ar.