ζωογονώ

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

(AM ζωογονῶ, -έω) ζωογόνος
1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση»)
2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά
νεοελλ.
αποκτώ ζωή
αρχ.
1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ», Θεόφρ.)
2. (για ζώα) γεννώ, ζωοτοκώ
3. μέσ. ζωογονούμαι
γεννιέμαι, παράγομαι
4. διατηρώ κάτι ζωντανό, στη ζωή
5. φρ. (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το κεφάλι του) «ζωογονῶ παρθένον» — γεννώ παρθένο ζωντανή.