πανοικία

From LSJ
Revision as of 16:10, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοικία Medium diacritics: πανοικία Low diacritics: πανοικία Capitals: ΠΑΝΟΙΚΙΑ
Transliteration A: panoikía Transliteration B: panoikia Transliteration C: panoikia Beta Code: panoiki/a

English (LSJ)

ἡ, A whole household, LXX Ge.50.8, al.; elsewh. in dat. πανοικίᾳ, Ion. -ίῃ, as Adv., with all the house, Hdt.7.39, 8.106, 9.109, Philem.50, Schwyzer344.18 (Delph., ii B. C.), BGU450.27 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, im nom. nicht vorkommend), πανοικίᾳ, = πανοικησίᾳ, mit dem ganzen Hause, mit der ganzen Familie; Her. 7, 39. 8, 106. 9, 109, Philem. bei B. A. 112; Ath. VI, 252 e.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνοικία: Ἰων. -ίῃ, ἐπίρρ, κυρίως δοτ. τοῦ πανοικία, ὅπερ ἄχρηστον (διότι παρὰ Φίλωνι 1. 461 παροικία εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή), σὺν πάσῃ τῇ οἰκίᾳ, σὺν πάσῃ τῇ οἰκογενείᾳ, πανοικί, οἰκογενειακῶς, Ἡρόδ. 7. 39., 8. 106., 9. 109, Φιλήμων ἐν «Νόθῳ» 2· - εὑρίσκομεν καὶ τὴν δοτ. πανοικισίᾳ Θουκ. 2. 16., 3. 57· πανοικεσίῃ Διον. Ἁλ. 7. 18· ἐνῶ τὸ συμφωνότερον πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπίρρ. πανοικί, -εὶ (ἀπαντῶν ἐν Πλάτ. Ἐρυξ. 392C, Στράβ. 773, Συλλ. Ἐπιγρ. 7343, κτλ.) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν αὐστηρῶς ἀττικιζόντων, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 510, κἑξ., πρβλ. πανστρατιᾷ, πανσυδίῃ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
toute la maison, maisonnée.
Étymologie: πᾶν, οἰκία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ολόκληρη η οικογένεια («πᾶσα ἡ πανοικία Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ», ΠΔ)
2. (συν. η δοτ. ως επίρρ.) πανοικίᾳ και ιων. τ. πανοικίῃ
μαζί με όλη την οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + οικία].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικία -ας, ἡ, Ion. πανοικίη [πᾶς, οἶκος] de hele familie:. πανοικίῃ met de hele familie Hdt. 7.39.1.