μαλάζω
Greek Monolingual
και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω)
1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή
2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῦται», Πλούτ.)
3. καταπραΰνω, κατευνάζω, ηρεμώ (α. «με τα λόγια του μάλαξε την καρδιά μου» β. «ἐκ τῆς σκληροκαρδίας του μαλάσσεται μεγάλως», Λίβ. Ρόδ.
γ. «μαλάττειν τὸ τῆς φύσεως σκληρόν», Πολ.)
νεοελλ.
1. παρασκευάζω κάτι ανακατώνοντάς το με τα χέρια, ζυμώνω («μαλάζω το ζυμάρι»)
2. (σχετικά με εδώδιμα) μιαίνω, μαγαρίζω
νεοελλ.-μσν.
1. αγγίζω με τα δάχτυλα, ψηλαφώ
2. (σχετικά με ερωτικές περιπτύξεις) χαϊδολογώ, πασπατεύω
μσν.
1. χειρίζομαι κάτι
2. σκέπτομαι
μσν.-αρχ.
ελαφρύνω, ανακουφίζω («χρόνος μαλάξει σ' οὐδέν ἐσθ' ὁ κατθανών», Ευρ.)
αρχ.
1. καταβάλλω, νικώ, δέρνω (α. «ὡς ἐὰν νυνὶ μαλάξῃς αὐτὸν ἐν τῇ προσβολῇ, δειλὸν εὑρήσεις», Αριστοφ.
β. «ἀνδρῶν ἐσθλῶν στέρνον οὐ μαλάσσεται», Στοβ.)
2. παθ. μαλάσσομαι
(για τον πυρετό) ελαττώνομαι, πέφτω
3. φρ. «μαλάττομαι νόσου» — θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλάσσω (< μαλάκ-jω) < μαλακός. Το ρ. μαλάζω μεταπλασμένος τ. του μαλάσσω, κατά τα ρ. σε -ζω (πρβλ. αλλάσσω: αλλάζω)].