πηνίζομαι

From LSJ
Revision as of 20:21, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίζομαι Medium diacritics: πηνίζομαι Low diacritics: πηνίζομαι Capitals: ΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pēnízomai Transliteration B: pēnizomai Transliteration C: pinizomai Beta Code: phni/zomai

English (LSJ)

Dor. πᾱνίσδομαι, (πήνη) A wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.

French (Bailly abrégé)

tisser.
Étymologie: πήνη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγωοὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῡτα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

πηνίζομαι: Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίζομαι, Dor. πᾱνίσδομαι [πήνη] weven.

Middle Liddell

πηνίζομαι, πήνη
Dep., to wind thread off a reel, Theocr.