διπλῇ

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλῇ Medium diacritics: διπλῇ Low diacritics: διπλή Capitals: ΔΙΠΛΗ
Transliteration A: diplē̂i Transliteration B: diplē Transliteration C: dipli Beta Code: diplh=|

English (LSJ)

(Dor. διπλεῖ Tab.Heracl.1.109, Leg.Gort.2.7), Adv. A twice, E.Ion760, cj. in S.Ant.725. II twice as much, opp. ἁπλῇ, IG12.6.47; folld. by , Pl.R.330c.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de deux façons, càd dans les deux sens (contraires);
2 deux fois : διπλῇ ἤ, deux fois autant que.
Étymologie: dat. fém. contr. de διπλόος.

Greek Monolingual

(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῑ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) - (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].

Greek Monotonic

διπλῇ: επίρρ., δύο φορές, δύο φορές κατ' επανάληψη, στη σειρά, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διπλῇ: дор. διπλᾷ adv.
1) с обеих сторон: εὖ γὰρ εὕρηται δ. Soph. оба вы говорили правильно;
2) вдвое, вдвойне (ζημιοῦσθαι Plat.);
3) дважды (θανεῖν Eur.).

Middle Liddell

adverb
twice, twice over, Soph., Eur.