κλονιστήρ
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Hsch. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Latin clunis.)
Greek Monolingual
κλονιστήρ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παραμήριος μάχαιρα».