καπηλεῖον
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
τό, A shop of a κάπηλος, freq. of a tavern, Com.Adesp.493 (in a parody of Sophocles), Ar.Lys.427, Ec.154, Lys.1.24, Eub.80, Isoc.7.49, cf. Theopomp. Hist. 65, Tab.Defix.87 (iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ.1923.39 (pl., Orop., iv B. C.), PTeb.43.18 (ii B. C.), POxy.2109.11 (iii A. D.): pl., καπηλεῖα, τά (prob. l. for κάπηλα), the meat-market at Tarentum, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, der Laden eines κάπηλος, Kramladen, bes. Weinschank; Ar. Eccl. 154; Lys. 1, 24; Isocr. 7, 49; Hermipp. Poll. 7, 194; Luc. Nigr. 25; ἐν τοῖς καπηλείοις καὶ τοῖς πανδοκείοις ἀεὶ διαιτᾶται Ath. XIII, 566 f. S. καπήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον καπήλου, ἐν ᾧ ἐπώλουν, ὡς καὶ νῦν ἐν τοῖς παντοπωλείοις, οὐ μόνον οἶνον, ἀλλὰ καὶ τροφὰς καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα, Λατ. caupona, Σοφ. Ἀποσπ. Λυς. 427, Ἐκκλ. 154, Λυσίας 94. 5. Ἰσοκρ. 149 D. Ἡ λέξις διετηρήθη μέχρι σήμερον, ἀλλὰ νῦν κυρίως σημαίνει οἰνοπωλεῖον καὶ οίνοπνευματοπωλεῖον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boutique de vin et d’épicerie, cabaret.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monotonic
κᾰπηλεῖον: τό, το μαγαζί του καπήλου, ιδίως, οινοπωλείο, ταβέρνα, Λατ. caupona, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καπηλεῖον -ου, τό [κάπηλος] winkel, kroeg (waar ook gegeten en gedronken kon worden).
Russian (Dvoretsky)
κᾰπηλεῖον: τό харчевня Arph., Lys., Isocr., Luc., Plut.
Middle Liddell
κᾰπηλεῖον, ου, τό,
the shop of a κάπηλος, esp. a tavern, Lat. caupona, Ar. [from κᾰπηλεύω]