ἀφίλητος

From LSJ
Revision as of 10:41, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφίλητος Medium diacritics: ἀφίλητος Low diacritics: αφίλητος Capitals: ΑΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aphílētos Transliteration B: aphilētos Transliteration C: afilitos Beta Code: a)fi/lhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A unloved, S.OC1702 (lyr.), Phld.D.1.1.

German (Pape)

[Seite 411] nicht geliebt, Soph. O. C. 1699.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφίλητος: [ῐ], -ον, μὴ φιλούμενος, Σοφ. Ο.Κ. 1702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non aimé.
Étymologie: ἀ, φίλητος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
no amado s. cont., A.Fr.451l.24, οὐδὲ γὰρ ὡς ἀ. ἐμοί S.OC 1702, ἄνδρες Phld.D.1.1.10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφίλητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον φίλησαν
2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή
αρχ.
εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν.

Greek Monotonic

ἀφίλητος: [ῐ], -ον (φιλέω), αυτός που δεν αγαπιέται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφίλητος: нелюбимый Soph.

Middle Liddell

φιλέω
unloved, Soph.