διοίγω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v. διοίγνυμι.
French (Bailly abrégé)
c. διοίγνυμι.
Greek Monolingual
διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.
English (Slater)
διοίγω
1 split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.
Spanish (DGE)
abrir βοᾷ διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287, τὰς γνάθους Ar.Ec.852, διοίγων θάλαμον ... χερί E.Fr.285.8, cf. Supp.1205, τοὺς ὀδόντας Hp.Epid.7.88, cf. 5.83, τὸν πόρον Arist.HA 504b5, cf. Thphr.Ign.42, 45, ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς διοίξας τὸ στόμα τᾷ χερί τὸ ἕλκος ἀφελεῖν IG 42.123.136 (IV a.C.), en v. pas. διχάδε διοιχθέντες de las figurillas de los silenos que encierran dentro imágenes de la divinidad, Pl.Smp.215b, cf. 222a, Iul.Or.9.187a
•abs. abrir la puerta ἰδοὺ, διοίγω S.Ai.346
•en v. med. abrirse διοίγετο σάρκες Pi.Fr.246b, las puertas, S.OT 1295, διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b26, cf. Nic.Fr.74.45, ἄρτι διοιγομένων οὔλων GVI 2039.3 (Mitilene I/II d.C.?), fig. διοιγομένοιο κλύδωνος Q.S.14.496.
Russian (Dvoretsky)
διοίγω:
1) отпирать (κλῇθρα Soph.);
2) открывать, растворять (τὸν πόρον Arst.): διχάδε διοιχθείς Plat. надвое (т. е. широко) раскрытый;
3) вскрывать, разрезать (σφάγια Eur.).